- διατηρήσιμος
- -η, -ο (AM διατηρήσιμος, -ον)αυτός που μπορεί ή αξίζει να διατηρηθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διατηρήσιμος — η, ο αυτός που είναι δυνατόν να διατηρηθεί: Οι ξηροί καρποί είναι μακροχρόνια διατηρήσιμοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)